- χάραγμα
- -άγματος, το, ΝΜΑ, και χάραμα Ν [χαράσσω]η ενέργεια τού χαράζω, χάραξη γραμμών, γραμμάτων ή σχεδίων πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανονεοελλ.1. ρωγμή, ραγισματιά2. (μόνον στον τ. χάραμα) ξημέρωμα, λυκαυγέςμσν.γράμμα τού αλφαβήτουμσν.-αρχ.νόμισμα με χαραγμένες παραστάσειςαρχ.1. αμυχή ή δαγκωματιά που κάνουν τα ζώα με τα νύχια ή με τα δόντια τους2. σημάδι που γινόταν με έγκαυση ή εγχάραξη πάνω στο δέρμα ζώων ή ανθρώπων, κυρίως τών δούλων3. (με ή χωρίς τη γεν. χειρός) γράψιμο4. σφραγίδα συμβολαιογράφου5. (κατ' επέκτ.) το έγγραφο που έχει αυτήν τη σφραγίδα6. (με τη γεν. νομίσματος) η παράσταση που γίνεται με χάραξη πάνω στην επιφάνεια νομίσματος («τοῦ περσικοῦ νομίσματος χάραγμα τοξότην ἔχοντος», Πλούτ.)7. οπισθογράφηση χρεωγράφου8. επιγραφή9. επίσημη επιστολή («χαράγματα παμβασιλῆ», επιγρ.)10. εκκλ. το σημείο τού σταυρού11. μτφ. χαρακτηριστικό στοιχείο («τὸ τῆς μονάδος σημαντικὸν χάραγμα», Θεολ. Αριθμ.).
Dictionary of Greek. 2013.